ἀκούσα — ἀ̱κούσᾱ , ἀέκων involuntary fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic) ἀκούσᾱ , ἀκέω pres part act fem nom/voc/acc dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσασ' — ἀκούσᾱσα , ἀκούω hear aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀκούσᾱσι , ἀκούω hear aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) ἀκούσᾱσαι , ἀκούω hear aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακούω — άκουσα, ακούστηκα, ακουσμένος 1. ως αμτβ., έχω την αίσθηση της ακοής: Τελευταία δεν ακούω και τόσο καλά. 2. ως μτβ., καταλαβαίνω κάτι με την ακοή: Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών… (Σολωμός). 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Άκουσα ότι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκουσάσαις — ἀκουσά̱σαις , ἀκούω hear aor part act fem dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουσάσας — ἀκουσά̱σᾱς , ἀκούω hear aor part act fem acc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουσάσης — ἀκουσά̱σης , ἀκούω hear aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσασα — ἀκούσᾱσα , ἀκούω hear aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσασαι — ἀκούσᾱσαι , ἀκούω hear aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσασαν — ἀκούσᾱσαν , ἀκούω hear aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσασι — ἀκούσᾱσι , ἀκούω hear aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)